"Η γάτα του Πορτοβέκιο"



ΠΟΡΤΟΒΕΚΙΟ: ένα πολύβουο, γραφικό ψαροχώρι της Κέρκυρας. Κάθε κάτοικος έχει μια ιστορία να αφηγηθεί και συχνά οι ζωές τους διασταυρώνονται.
Η Ζωή θρηνεί τον νεκρό σύζυγό της και η μικρή Λουίζα τη μητέρα της. Ο παπά-Αντώνης συνωμοτεί και ραδιουργεί. Νεαροί εραστές συναντώνται κρυφά. Η Χαρά είναι μια σκληραγωγημένη ανεξάρτητη γυναίκα κι ο άντρας της, ο Σπύρος, είναι ο ομορφότερος άντρας του χωριού.

Ανάμεσά τους κινείται και η Μαμή, η γάτα του Πορτοβέκιο, όμορφη και πονηρή, προκαλώντας αισθήματα αγάπης αλλά  και απέχθειας στους κατοίκους του χωριού. Ψάχνει για τροφή καθώς η μυρωδιά από τις κουζίνες των σπιτιών αναδίδεται στον αέρα. Οι αναγνώστες μοιράζονται με τους ήρωες του βιβλίου την προετοιμασία των φαγητών. Οι κάτοικοι του Πορτοβέκιο απολαμβάνουν ψητό ψάρι, μαγειρίτσα και φρέσκα, καλοκαιρινά λαχανικά με σάλτσα ντομάτας. Δοκιμάζουν χταπόδι ξιδάτο, ψητό σκαθάρι και χοντρό λευκαδίτικο σαλάμι, το λευκό λίπος του οποίου προβάλλει μέσα από το πορφυρό κρέας κάνοντάς το να μοιάζει με εκτυφλωτικό διάστικτο μάρμαρο. Οι μεγαλύτερες κοινωνικές εκδηλώσεις τους – ο εορτασμός των Χριστουγέννων και του Πάσχα, οι ονομαστικές γιορτές, τα γενέθλια, οι γάμοι – γίνονται αφορμή για πρωτότυπες γαστρονομικές απολαύσεις.
Ένα μυθιστόρημα με νοσταλγικό άρωμα
από τη νησιωτική Ελλάδα της δεκαετίας του ’50.

Η ΜΑΡΙΑ ΣΤΡΑΝΗ - ΠΟΤΣ γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1946. Αποφοίτησε από τη Σχολή Σλαβικών και Ανατολικοευρωπαϊκών σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Από το 1969 ταξίδεψε πολύ με το σύζυγό της, ο οποίος εργαζόταν για το Βρετανικό Συμβούλιο. Έζησε στην Αιθιοπία, στην Κένυα, στην Αγγλία, στην Ελλάδα, στην Τσεχοσλοβακία, στη Σουηδία και στην Αυστραλία, όπου πέρασε εφτά χρόνια με έδρα το Σίδνεϊ.
Η Μαρία Στράνη-Ποτς ζει σήμερα μεταξύ Κέρκυρας και Λονδίνου.
 
 
Maria Strani-Potts
 
 
 
 

Επτάνησα - Ιόνιο - Ionian islands !

Καλώς όρισες Επτανήσιε!

«Σαν πεθάνω εδώ θάρθω με τα μύρια φαντάσματα, άϋπνα μέσα σε άϋλα γνέφια ή σε ασημοβολής μαϊκά συντέφια τάγια της νύχτας να χαρώ μυστήρια Να ιδώ των ξωτικών τα πανηγύρια, των τελωνιών τα θεότρελλα κέφια, του νεραϊδοχορού ν’ακούσω ντέφια και Σειρήνων τραγούδια ή μαρτύρια. Κι άμα στ’αστερινά τους χρυσαμάξια οι άγγελοι φύγουν και ο ήλιος φέξη πίσω ύμνο στην τετραγάλανη μονάξια, πουλί τ’αγριου γιαλού, θα κελαϊδήσω. Τεχνίτρα η πικροθάλασσα παράξια της λαλησιάς μου θα βαστάη το ίσο» Λ. Μαβίλης

Η Μουσική μας!

Οι επισκέπτες μας